top of page
Αναζήτηση
  • Εικόνα συγγραφέα

Ιστορίες για καληνύχτα.

Είχα κάποτε γνωρίσει μια γυναίκα που τα βράδια δυσκολευόταν πολύ να κοιμηθεί, παρόλο που ξεκινούσε την προετοιμασία του ύπνου από νωρίς.

Μου έλεγε πως έβαζε τα μεταξωτά της νυχτικά, μετά από ένα χαλαρωτικό μπάνιο, διάλεγε τις πιο ζεστές της κάλτσες, πήγαινε στην κουζίνα και γέμιζε τον «δίσκο του κρεβατιού», όπως τον αποκαλούσε, με διάφορα καλούδια.

Βούταγε στο κρεβάτι και μασουλούσε μπισκότα κανέλας, έπινε γάλα και έπειτα κουκουλωνόταν.

Έλα όμως που δεν ερχόταν ο ύπνος.

Εκείνη στριφογύριζε και όσο στριφογύριζε τόσο ο ύπνος δεν την πλησίαζε.

Ανασηκωνόταν και μασούλαγε λίγα ακόμα μπισκότα.

Έπειτα, άνοιγε ένα βιβλίο, που έκρυβε κάτω από το μαξιλάρι της, και το διάβαζε δυνατά στον εαυτό της.

Όταν αισθανόταν τα μάτια της να βαραίνουν το έκρυβε ξανά κάτω από το μαξιλάρι της και βούλιαζε στο πάπλωμα.

Μετά από λίγα λεπτά ξανά τα ίδια.

Η καρδιά χτυπούσε σαν ταμπούρλο, οι σκέψεις ανεβοκατέβαιναν από το μυαλό στο στομάχι και από το στομάχι στο μυαλό.

Μασουλούσε κάμποσα μπισκότα ακόμα, διάβαζε δυνατά λίγες ακόμα σελίδες.

Στριφογύριζε.

Όταν το πράγμα και οι δείκτες ξέφευγαν, σηκωνόταν από το κρεβάτι, γονάτιζε στο πλάι και ψιθύριζε κάτι ακαταλαβίστικα, μου τα είχε εμπιστευτεί αλλά φοβάμαι πως δεν τα συγκράτησα σωστά, «ταταραταραεδωθαμεινωκαιθααποκοιμηθωραταραταταρταρα».

Τελικά αποκοιμιόταν με το πρώτο φως της μέρας.

Όταν μια μέρα την ρώτησα ποιο ήταν το βιβλίο που είχε κρύψει κάτω από το μαξιλάρι της, έμεινε για κάποια λεπτά σιωπηλή και έπειτα κοιτώντας τα χέρια της και ξύνοντας τα νύχια της μου είπε, «ο τσελεμεντές της μητέρας μου. Μάζευε τις σελίδες από ένα περιοδικό και τις είχε δέσει όλες μαζί. Όταν ήμουν μικρή και στριφογύριζα στο κρεβάτι ...» , έκανε παύση, έβαλε βουβά τα κλάματα, ανασήκωσε το κεφάλι, χαμογέλασε «...όταν ήμουν μικρή και στριφογύριζα στο κρεβάτι σηκωνόμουν και την έβρισκα πάντα στην κουζίνα, διάβαζε τον τσελεμεντέ και πάντα περίμενε να βγει το φαγητό από τον φούρνο ή από την κατσαρόλα. Δούλευε πολύ μέσα στην μέρα και επέστρεφε αργά, προλαβαίναμε να μοιραστούμε μόνο την βραδινή ρουτίνα. » έκανε άλλη μια παύση και συνέχισε «... μου έβαζε να πιω γάλα και να βουτήξω μέσα μπισκότα. Έπειτα, με συνόδευε στο κρεβάτι και μου διάβαζε από τον τσελεμεντέ ιστορίες για καληνύχτα όπως τις ονόμαζε, έφτιαχνε ιστορίες ανθρώπων που μαγείρευαν, πάνω τους κεντούσε ολόκληρες ζωές, και εγώ αποκοιμιόμουν.

Αυτό συνέβαινε συχνά, μα εκείνη δεν δυσκολευόταν ήταν πάντα ήρεμη και δημιουργική, και εγώ το πιο τυχερό παιδί.

Ήμουν τεσσάρων και η Μητέρα μου τριάντα τεσσάρων όταν μου είπε μια γειτόνισσα «η μαμά σου χρυσό μου δεν θα επιστρέψει απόψε γιατί την πήρε μαζί του ο Θεός», το απόψε έγινε παντοτινή απουσία, εγώ κάθε βράδυ ήλπιζα.

Αργότερα έμαθα για τα Τάρταρα και θύμωσα.

Έπειτα μεγάλωσα έγινα και εγώ μητέρα.

Σε λίγους μήνες θα παντρέψω την κόρη μου... θα έχουν περάσει 50 χρόνια από εκείνο το βράδυ που είχαμε μείνει ξύπνιες, εγώ και η μαμά μου, ως το πρώτο φως της μέρας , είχαμε φτιάξει μαζί την τούρτα μου, και εκείνη μου είχε πει μια ιστορία για έναν κύριο που είχε μουστάκια από σαντιγί, ποτήρι με γάλα αντί για σκούφο και μπισκότα κανέλας αντί για κουμπιά στην στολή του. Από τότε οι ιστορίες για καληνύχτα σώπασαν»

Την θυμήθηκα απόψε εκείνη την γυναίκα και σκάρωσα μια «ιστορία για καληνύχτα», ίσως μια μέρα να της την αφηγηθώ.


206 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων
bottom of page