Το πρωί ήρθε ένα μικρό σπουργιτάκι να ευλογήσει το ξύπνημα μας.
Το φως του ηλίου χάιδεψε απαλά την ράχη του και εκείνο χοροπήδησε χαρούμενο.
«Μα πόσο απλά μπορούν τελικά να είναι τα πράγματα», σκέφτηκα.
Τέντωσα το σώμα μου, αισθάνθηκα το φως του ηλίου να το τυλίγει και να το ζεσταίνει.
Σηκώθηκα, έφτιαξα έναν ωραίο καφέ και κάθησα στο πάτωμα, μπροστά στο παράθυρο, με πάντα δίπλα μου ένα μικρό τετράδιο και ένα μολύβι.
Άκουσα τους θορύβους της πόλης να ανακατεύονται με τα τιτιβίσματα των πουλιών και τις χαρούμενες φωνές των παιδιών που κατέφθαναν στο κοντινό σχολείο.
«Ξυπνάει ο κόσμος», σκέφτηκα.
Πήρα στα χέρια μου το σημειωματάριο και ξεκίνησα να γράφω. Δεν μπόρεσα όμως να γράψω τίποτα ουσιαστικό, δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά μόνο εκείνη η στιγμή και αδυνατούσα να ξεφύγω από εκείνη, άλλοτε το έκανα εύκολα βουτώντας στις σκέψεις μου.
Παραδόθηκα λοιπόν στη στιγμή και ανακατεύτηκε ο ήχος της καρδιάς μου με τους ήχους της αγουροξυπνημένης πόλης. Ένα σπουργιτάκι και εγώ, αφέθηκα να χοροπηδώ περα δωθε τούτο το υπέροχο πρωινό! «Όταν σε κερδίζει η ομορφιά της στιγμής , κερδίζεις…» έτσι σκέφτηκα.