Η Κ είπε,
«Κουβαλώ στο κεφάλι μου ένα σπίτι.
Είναι χάρτινο, χρωματιστό και ελαφρύ σαν πούπουλο.
Με προστατεύει, μην σκεφτείτε το αντίθετο.
Με τον καιρό έχω μάθει να μην υποτιμώ τις δυνάμεις ενός σπιτιού από χαρτόκουτο.
Θυμάμαι την μητέρα μου, πάντα κουβαλούσε και εκείνη ένα στο κεφάλι της.
Η μητέρα μου πριν μου πει, προχώρα τώρα είναι η στιγμή να φτιάξεις το δικό σου σπίτι πάνω στο κεφάλι σου, συχνά μου δάνειζε το δικό της σπίτι.
Ένιωθα ανακούφιση με το σπίτι της στο κεφάλι μου.
Συχνά έμενε να με παρακολουθεί, εκείνη δίχως σπίτι στο κεφάλι (το άντεχε), εγώ φορούσα το δικό της και περιφερόμουν με άνεση και σιγουριά.
Όταν ήρθε η ώρα να φτιάξω το δικό μου, εκείνη τις περισσότερες φορές προσπαθούσε να με αφήσει να διαλέξω μόνη μου τα υλικά.
Κάποιες φορές δεν τα κατάφερνε να μην με πιέζει να διαλέξω κάτι παρόμοιο με εκείνα τα υλικά του σπιτιού της.
Άλλες έκανε στην άκρη και απλά με κοιτούσε.
Την αισθανόμουν ατελή, μα ολόκληρη.
Τις φορές που ήμουν έτοιμη να την χαρακτηρίσω ενοχλητική, την επόμενη την εύρισκα χαριτωμένη και τα ξεχνούσα όλα.
Μέσα στο σπίτι της, κάθε που μου το φορούσε στο κεφάλι, αισθανόμουν μια απέραντη ευχαρίστηση.
Μέσα στο σπίτι εκείνο είχε πάντα χώρο και μέσα σε αυτόν εγώ έβρισκα κατανόηση, Ανέπτυξα την φαντασία μου και γενικά αισθανόμουν ελεύθερη και συνάμα προστατευμένη. Η μητέρα μου είναι σα το σπίτι που κουβαλώ.
Έφτιαξα τελικά ένα να της μοιάζει.
Κράτησα εκείνα τα υλικά που μου άρεσαν πιο πολύ, τα υλικά που δεν γινόταν να πετάξω τα έβαλα στις γωνιές, εδώ και εκεί διάσπαρτα.
Ευτυχώς μπερδεύονται με εκείνα τα όμορφα, τα αγαπημένα μου και εμπλουτίζονται όλο και πιο πολύ με καινούρια, κάποια στιγμή θα παραμείνουν μια ενοχλητική ξεθωριασμένη ανάμνηση και εγώ θα έχω το σπίτι που πιότερο θα μου μοιάζει.».
ΥΓ. (Αλίμονο σε εκείνους που τα σπίτια που κουβαλούν είναι στενά και σφίγγουν σα μέγκενη το κεφάλι τους. Αλίμονο σε εκείνους που τα σπίτια που κουβαλούν είναι θεόρατα και δεν αισθάνονται από που ξεκινά ως που φτάνει η ύπαρξη τους).