Η Φ είναι πια μεγάλη σε ηλικία. Έκανε φφφφ σε 10 κεράκια.
Τώρα πια θα πρέπει να κρύβεται. Να κρύβεται όπως κρύβονται όλοι οι μεγάλοι.
Έχει ένα μυστικό, είναι ένοχο και ντροπιαστικό το μυστικό της.
«Άραγε οι μεγάλοι αισθάνονται έτσι όλοι´; ένοχοι;», αναρωτιέται συχνά.
Είναι εκείνα τα πρωινά που βλέπει την μαμά της να παλεύει με τα ξυπνητήρια, κουδουνίζει και από ένα σε κάθε δωμάτιο.
Η Φ είναι σίγουρη πως η μαμά της μισεί το πρωινό ξύπνημα, αλλά τι να κάνει που είναι πια μεγάλη και πρέπει να ξυπνά κρύβοντας την δυσκολία της. Είναι πάντα αναστατωμένη, ξυπνά στο παρά πέντε. Η Φ ξυπνά με το πρώτο ξυπνητήρι. «Έλα μανούλα, ξύπνα, έχω ανάψει την καφετιέρα» έτσι της λέει.
Η μαμά σαν πατημένη από την τεράστια πατούσα ενός τρομακτικού γίγαντα, βγαίνει από το κρεβάτι τρεκλίζοντας και βάζει καφέ στο φλιτζάνι. ο καφές ξεχειλίζει. σκαρφαλώνει στον πάγκο της κουζίνας και κάθεται εκεί. Πίνει καφέ και κοιτά την Φ, στην τρίτη γουλιά ξεκινά να χαμογελά, το χαμόγελο μετατρέπεται σε τρόμο και αμέσως μετά ξεκινά να κάνει σπασμωδικές κινήσεις.
Το τελευταίο ξυπνητήρι. ΝΤΡΙΝ
Η μαμά της Φ κάθε πρωί κοπανάει το τιμόνι και μιλά στον εαυτό της, υπόσχεται πως το επόμενο πρωί δεν θα το κάνει αυτό. Την κοιτά από τον καθρέφτη και της λέει είναι το μυστικό μου, ντρέπομαι για αυτό.
Όμως δεν έχει ακόμα ξημερώσει εκείνο το επόμενο πρωινό.
Και συνεχίζει να γυρνά σαν το ποντίκι μέσα στην φάκα.
Δεν θα το παραδεχτεί ποτέ, ούτε καν στον Μπαμπά της Φ, που βγαίνει πρώτος από το σπίτι.
Α, ο μπαμπάς της Φ, έχει και εκείνος ένα μυστικό, κλείνεται στο μπάνιο και κάθεται με τις ώρες. Παίζει με το κινητό.
Το κάνει κρυφά, η Φ όμως τον έχει δει.
Το κάνει από τότε που τον θυμάται. Η Φ κάποτε τόλμησε να ρωτήσει γιατί το κάνει. «Δεν το κάνω», της απάντησε.
Η Φ κατάλαβε, σίγουρα ο μπαμπάς της ντρέπεται φριχτά για αυτό που κάνει. Τουλάχιστον η μαμά το λέει «αύριο θα είναι αλλιώς» το παραδέχεται.
Είναι και η γιαγιά… η γιαγιά της και αν έχει μυστικά.
Ένοχα και σκοτεινά. Κλείνεται στο δωμάτιο και ανοίγει κάτι κουτιά. όταν ανοίγει την πόρτα του δωματίου είναι πάντα σαν λαδωμένος ποντικός, και έχει κόκκινα μάτια .
Η Φ πιστεύει πως κάτι βάζει στο πρόσωπο της αλλά εκείνη της λέει πως δεν βάζει τίποτα και πως είναι κατά των καλλυντικών.
Ο παππούς της Φ από την άλλη κάνει το εξής, πάει κρυφά βόλτες στην παραλία. Δεν το λέει πουθενά, λέει πως πάει σε δουλειές, να πληρώσει λογαριασμούς και τέτοια.
Όμως η Φ μια μέρα που έκανε βόλτα με την μαμά της τον είδε να κάθεται στο παγκάκι και να διαβάζει την εφημερίδα του, φαινόταν χαρούμενος, πιο χαρούμενος από ότι τον βλέπει να είναι στο σπίτι.
Είχε πει πως είναι στην αγορά για ψάρια και η μαμά της Φ είπε πως πιάσανε λαβράκι. Ο παππούς έκανε πως δεν τις είδε. Θα τον είχε κάνει να ντραπεί το γεγονός πως ανακάλυψαν η κόρη και η εγγονή του το ένοχο του το μυστικό.
Να λοιπόν, πόσοι μεγάλοι και πόσα ένοχα μυστικά. Και πόσοι ακόμα μεγάλοι που κρύβουν ακόμα περισσότερα.
Η Φ αναρωτιέται, γιατί άραγε χρειάζεται να κρύβουμε κάτι; γιατί να μην το λέμε; Κάποια από τα μυστικά μας θα μπορούσε να ´είναι πολύ καλό να τα λέμε γιατί ίσως θα βρισκόταν τρόπος να ζητήσουμε βοήθεια.
Κάποια άλλα ίσως θα βοηθούσε να τα πούμε γιατί έτσι θα ήξεραν οι γύρω μας τι μας ευχαριστεί όπως ο παππούς.
Καθώς όμως αναρωτιόταν αισθανόταν να την ανατριχιάζει ένα συναίσθημα που περνούσε σαν ρεύμα από την σπονδυλική της στήλη. «Το δικό μου μυστικό δεν θα το πω ποτέ, τι ντροπή να μάθουν πως το βράδυ, όταν σβήνει το φως, εγώ παίρνω στην αγκαλιά μου σφιχτά το μωρουδίστικο αρκουδάκι μου και του τρίβω το αυτί. Που ακούστηκε τόσο μεγάλο παιδί να κάνω τέτοια πράγματα. Και όμως είναι τόσο απολαυστικό».
Έτσι είναι τα ένοχα μυστικά, βασανιστικά και την ίδια στιγμή απολαυστικά.
Κουβαλούν κάτι από το «τότε» στο οποίο δεν είχαμε εσωτερική λογοκρισία και δεν υπήρχε κανένας να μας τιμωρήσει, να μας κοροϊδέψει, να μας το απαγορέψει…
Εκείνο το πρώτο απολαυστικό «κάτι», το «κάτι» διαφορετικό για τον κάθε ένα… που σιγά σιγά μετατράπηκε σε«κάτι» απαγορευμένο ή έδωσε τη θέση του σε κάτι άλλο που ήταν απαγορευμένο.
Κάποια από τα ένοχα και βασανιστικά μυστικά, μάλιστα, είναι εξαιρετικά επικίνδυνα, τόσο για τον κάτοχο τους όσο για τους γύρω του.
Αν δεν τα μοιραστούμε την κατάλληλη στιγμή μπορεί να μολύνουν την ψυχή, σαν ένα απόστημα σε απόκρυφο σημείο του σώματος που δεν θέλουμε να αποκαλύψουμε, όχι το μυστικό μα το σημείο.
Και το πιο επικίνδυνο χαρακτηριστικό των μυστικών αυτών είναι πως η απόλαυση που προσφέρουν σε αυτόν που τα κρατά, φουντώνει μοναχά με την ενοχή πως κάποιος μπορεί να τον ανακαλύψει.
Έτσι πέρα από εκείνα τα άκακα τα αθώα και τα μικρά, όπως εκείνο της Φ και των γύρω της, υπάρχουν και εκείνα τα βλαβερά, τα δύσκολα, τα βασανιστικά.
Η Φ δεν ξέρει ακόμα τη διαφορά, ίσως να βοηθούσε αν της την μάθαιναν οι μεγάλοι που την φροντίζουν, έτσι θα μπορούσαν να της δώσουν να καταλάβει πως κάποια μυστικά δεν θα έπρεπε να είναι ένοχα, είναι απλά τα μυστικά τα δικά της και έχει κάθε δικαίωμα να τα κρατά.
Αντίθετα εκείνα που την κάνουν να αισθάνεται δυσφορία και φόβο είναι εκείνα που θα πρέπει με κάποιον τρόπο να τα συζητά ώστε να ζητά βοήθεια, από κάποιον που εμπιστεύεται και την ακούει με προσοχή.
Και αυτός ο «κάποιος» δεν θα μπορούσε να είναι κάποιος που δεν γνωρίζει την διαφορά ανάμεσα στο «καλό» και το «κακό» μυστικό.