«προσοχή , προσοχή! το δέντρο σαπίζει, καλείστε να εκκενώσετε την περιοχή!»
Έβαλε βιαστικά τα παπούτσια της.
Φόρεσε τρέχοντας το παλτό της.
Τοποθέτησε με αγωνία όσα λουλούδια χώραγε η αγκαλιά της μέσα σε μια χάρτινη σακούλα.
Τα έβγαλε προσεχτικά από το χώμα φροντίζοντας τις εύθραυστες τους ρίζες.
Τα λουλούδια ήταν όλα όσα είχε.
Τα λουλούδια ήταν όλα όσα ονειρευόταν.
Τα λουλούδια της ήταν οι καρποί της ζωής.
Άνοιξε την πόρτα και ξεκίνησε να προχωρά.
Δεν ήξερε που ακριβώς έπρεπε να πάει,
ήξερε όμως πως έπρεπε να αποφύγει τις ρίζες ενός ζιζανίου που θέριεψε κάτω από τη γη.
Το δέντρο της ζωής πάλευε να μείνει ζωντανό.
Ισως αν έσωζε τα λουλούδια…
Της είπαν να μην φοβάται.
Της είπαν να μην φοβάται.
Της είπαν να μην φοβάται.
Μα όλα όσα έκαναν ήταν όλα όσα φοβάται…
Τις τελευταίες μέρες αγωνιούσε όλο και πιο πολύ.
Ηξερε πως αν την άκουγαν θα την καθησύχαζαν και θα της έλεγαν να μην μιλά, να μην λέει τέτοια λόγια, να μην διερωτάται! Έτσι , ψυθίριζε προσεκτικά, συχνά διερωτώμενη, «πόσο βαθιά ριζωμένες είναι μέσα μας όλες αυτές οι σάπιες ρίζες που συνεχίζουν να δυναμώνουν τραβώντας ενέργεια από κάθε τι αθώο και αγνό.
Όπου και να τα πάμε τα λουλούδια μας, όσο μακριά και βιαστικά να τρέξουμε για να σωθούμε , δεν θα φτάσουμε μακριά.
Οι ρίζες αυτές ρουφάνε την ενέργεια μας χρόνια τώρα.
Εμείς φωνάζουμε και κανείς δεν ακούει.
Ποιος κηπουρός άραγε θα βρεθεί με θάρρος περίσσιο… να ξεριζώσει το δέντρο του κακού.»
Και όλο και πηγαινοερχόταν και μιλούσε στον εαυτό της, είχε βλέπετε φόβο να μην ξεχάσει τις σκέψεις της… μόνο αν ακους τη σκέψη σου καταλαβαίνεις.
…ώσπου έφτασε σε ένα ψηλό βουνό και άκουσε ένα βουητό… αντιλαλούσε θαρρείς η βοή του αέρα μέσα από μια σπηλιά.
Πλησίασε και προς μεγάλη της έκπληξη… άκουσε!
Οι σκέψεις όλων, μαζί με τις δικές της είχαν κουρνιάσει εκεί, και από ψίθυροι είχαν γίνει φωνές και βγαίναν τώρα με δύναμη φυσώντας και οδηγώντας σύννεφα παχιά πάνω από το άρρωστο δέντρο.
…και λέγαν:
«Δεν υπάρχει δέντρο του κακού, υπάρχουν ρίζες και κλαδιά.
Μισά… μισά …είναι το δέντρο της ζωής και δεν ξεριζώνεται.
Κρεμόμαστε όλοι από τα κλαδιά του…ο κηπουρός θα πρέπει να κάνει κάτι πολύ δύσκολο!
Θα πρέπει να βρει το θάρρος να φροντίσει το δέντρο και να το καθαρίσει, να το μπολιάσει, να το κλαδέψει, να περιμένει. Έπειτα ξανά από την αρχή… ποιος κηπουρός θα αντέξει… ποιος κηπουρός τελικά θα μας πει «μη φοβάστε, είμαι εγώ εδώ» και θα κάνει πράξη αυτό που λέει;
Ποιος κηπουρός είναι τόσο χορτάτος ώστε να κάνει τη δύσκολη δουλειά δίχως να φάει τους καρπούς του δέντρου ενώ καλείται να το φροντίσει.
Ποιος κηπουρός θα βρεθεί να κάνει την δουλειά του δίχως να μεταμορφωθεί σε σάπια ρίζα που κλέβει την ενέργεια από την ίδια τη γενέτειρα του..;»
Και …Οι φωνές όλο και δυναμωναν και η απορία που εκφράζαν, η ανακατεμένη με φόβο και αγωνία γινόταν όλο και πιο βροντερή.
Και τα σύννεφα τα κατάμαυρα άρχισαν να κρύβουν το δέντρο… και τότε!
Τότε σχηματίστηκε ενας τεράστιος γίγαντας, καμωμένος από σύννεφα, έτοιμα να ξεσπάσουν σε βροχή.
Και ο γίγαντας αγκάλιασε το δέντρο και το κάλυψε με τα χέρια του, και βάλθηκε να το ξεπλένει και να το καθαρίζει, να παρασύρει κάθε τι ζοφερό… και το δέντρο ήταν πια έτοιμο να μπολιαστεί… και σα βγήκε ξανά ο ήλιος άρχισε… Ω, τι θαύμα…ξανά να ανθίζει!