Ήταν το άλογο μου πολύ μικρό ή μήπως εγώ πολύ μεγάλη;
Όπως και να χει αυτό ήταν, δεν είχα άλλο.
Μα ούτε και εκείνο θα έβρισκε άλλον αναβάτη.
Του ζήτησα λοιπόν να με συγχωρήσει για το βάρος και το παρακάλεσα να με πάει εκεί … πέρα από τα βουνά, μακριά από τους ήχους της πόλης των ασπρόμαυρων ονείρων.
Εκείνων των ονείρων που κάνουν οι μεγάλοι με τα μάτια ανοιχτά.
Δεν προλαβαίνουν να τα κλείσουν.
Στην πραγματικότητα φοβούνται να τα κλείσουν γιατί θα κοιμηθούν και τα όνειρα τους θα έχουν χρώμα.
«Τα χρώματα αφήνουν λεκέδες στις ακριβές μας φορεσιές» ακούς να μουρμουρίζουν οι πιο σοβαροί από τους σοβαρούς.
Εγώ τους κοιτούσα, πάνω στο άτι μου. Χαμογελούσα και ένιωθα όλο και πιο μικρή… σα φτάσαμε ήμουν μια τόση δα κουκκίδα στον χάρτη της ζωής και αυτό ήταν το πιο ωραίο μου ταξίδι.