Ζούσε κάποτε σε ένα δάσος ένας μπερδεμένος γάτος.
Ήταν ο γάτος μιας μάγισσας τρανής γιαυτό και δεν ήθελε να ξέρει για το μπέρδεμα του άλλος κανείς.
Όμως…
Μια μέρα που ο ήλιος μόλις είχε ξυπνήσει
ένα κλάμα ακουγόταν
όλοι τα αυτιά τους είχανε κλείσει.
Ο γάτος σε ένα πολύχρωμο κουβάρι
είχε μπλεχτεί
καθώς περνούσε η ώρα
άλλαζε χρώμα
γινόταν κόκκινος,
ροζ
θαλασσί
κίτρινος
πράσινος
μοβ
πορτοκαλί.
τι να του είχε στα αλήθεια συμβεί
τι αισθάνεται δεν ήξερε να πει.
Ξαφνικά,
ένα φτερό ξεκινά
τον γάτο μας να γαργαλά.
γελάει εκείνος
η άκρη από το κουβάρι υποχωρεί
χαρά αισθάνεται στη στιγμή
ένας μαρκαδόρος, με μέλανι πυκνό
σχεδιάζει μια πανοπλία και
ο γάτος έχει πια θάρρος
όπως οι ιππότες στα βιβλία
μια μαϊμού
κάνει αστεία και χορευτικά
την πλήξη του γάτου
διώχνει μακριά
ένα ραβδί μαγικό
τα δάκρυά του
μεταμορφώνει στο λεπτό
τη λύπη βάζει σε καράβι να πάει ταξίδι μακρυνό.
να σου και ένας Φακίρης
του δίνει μια φλογέρα
και τη ζήλια πετάει πιο πέρα
Έπειτα του κλόουν στολή ζωντανεύει
με τον γάτο αρχίζει να χορεύει
την ντροπή στη στιγμή γιατρεύει.
Ο φακός από το συρτάρι βγαίνει
στα χέρια του γάτου μας μπαίνει και
την περιέργεια του την χορταίνει.
να σου και μια ωραία μυρουδιά
στης κυρίας ζαχαροπλαστικής
φωλιάζει την αγκαλιά και εκείνη
στον φόβο προσφέρει γλυκά
από υλικά υγιεινά .
Η μάγισσα τα είχε σκαρώσει όλα αυτά,
δεν είχε καταλάβει του γάτου της το μπέρδεμα, αρχικά.
Αλλά και εκείνος δεν είχε πει τι του συμβαίνει
Η μάγισσα εδώ και μέρες στο εργαστηριο της ήταν κλεισμένη, είχε βλέπετε δουλειά, είχε ξόρκια να κάνει.
Ξόρκια δύσκολα και πολλά.
όταν όμως το πρόβλημα του γάτου της πήρε χαμπάρι, έκανε τα πάντα για να ξεμπλέξει το κουβάρι.
και μόλις το ξέμπλεξε
μια ζακέτα ζεστή έπλεξε
να την φοράει ο γάτος όταν κρυώνει και
ό,τι αισθάνεται να μην φοβάται, να το δηλώνει.