Έπαιζα στο πλακόστρωτο. Η μπάλα κύλησε απαλά στον πεζόδρομο, χώθηκα μέσα στην οικοδομή. είχαν μόλις ξεκινήσει να σοβατίζουν. Εκεί άλλοτε ήταν το σπίτι του άκαρδου φωνακλά γίγαντα … έτσι έλεγαν τον άνθρωπο που έμενε εκεί. Φώναζε στα ζώα, φώναζε στα παιδιά, φωναζε στους μεγάλους. Γκρίνιαζε και τσακωνόταν όλη την ώρα!
…ακολούθησα την μπάλα διστακτικά. Βρέθηκα μπροστά σε έναν τοίχο. Πάνω του ήταν σκαλισμένη μια καρδιά.
«Έχουν καρδιά οι τοίχοι, γιαγιά» είπα και η γιαγιά με κοίταξε με απορία.
«αλήθεια σου λέω, μάλιστα την άκουσα να χτυπά! άκου γιαγιά, είναι απλά τα πράγματα. Αν ο τοίχος έχει καρδιά έχουν όλοι. Γιατί λέμε πως κάποιος είναι άκαρδος. Γιατί λέμε πως κάποιος είναι σαν τοίχος!; είναι λάθος! Το είδα με τα μάτια μου! Δεν ταιριάζουν όλα αυτά! Εγώ νομίζω πως όλοι έχουν καρδιά και εμείς απλά δεν την βλέπουμε. Άκου, άκου το ρολόι. Τικ τακ τικ τακ… έχει καρδιά».
Βρέθηκα ξανά στην οικοδομή, κάθησα μπροστά στον τοίχο, είχα φωνάξει και τους φίλους μου. Καθήσαμε εκεί και κοιτούσαμε την καρδιά…ξαφνικά… ακούσαμε βήματα. σηκωθήκαμε και προσπαθήσαμε να ξεσκονίσουμε τα ρούχα μας.
«Τι κάνετε εσείς εδώ; Να πάτε στα σπίτια σας» …
πλησίασα την καρδιά , «θελουμε να την ακούσουμε να χτυπά», είπα.
Μας κοίταζε με μάτια θυμωμένα, άρχισε να φωνάζει «Τι βλακείες είναι αυτές! Φύγετε απο εδώ, μη σας πάω σηκωτούς στους γονείς σας! Ξέρω τι βρομόπαιδα είστε! Έρχεστε εδώ και χαλάτε ξένες περιουσίες! Φύγετε γρήγορα»
Τότε η καρδιά άρχισε να χτυπά δυνατά, τόσο δυνατά που ο κακότροπος εκείνος άνθρωπος έκλεισε τα αυτιά του. Το σπίτι γέμισε με χρώματα και φως, και φύτρωσαν γιασεμιά σε κάθε του γωνία…και η καρδιά χτυπούσε… δίχως σταματημό, χτυπούσε με ρυθμό… και έπειτα … ξύπνησα. Ακούμπησα την καρδιά μου και αισθάνθηκα τον ρυθμό της. Τι όνειρο αλήθεια… λες; λες ακόμα και οι τοίχοι να έχουν καρδιά;