Έξω λαμπύριζαν πολύχρωμα φωτάκια, αρκετά από αυτά ήταν μπλεγμένα με ευλάβεια γύρω από τα κάγκελα των σπιτιών. Κάποια , λίγα πολύχρωμα, έμοιαζαν πεταμένα τυχαία πάνω σε κάποιες γλάστρες στο απέναντι μπαλκόνι.
Η βροχή είχε μόλις σταματήσει να πέφτει και οι νερατζιές, υγρές, σκόρπιζαν γενναιόδωρα τις ευωδιές τους.
Σε λίγες ημέρες θα ξεκινούσαν οι διακοπές των Χριστουγέννων.
Ερχόντουσαν μέρες αγάπης.
Η νεαρή γυναίκα καθόταν σιωπηλή, βυθισμένη στην πολυθρόνα.
και εκείνη τη στιγμή που η σιωπή ετοιμαζόταν να μας καλύψει με το βαρύ πέπλο της… ξεκίνησε να μιλά.
«γιατί δεν αντέχω την χαρά; Γιατί σα βρεθώ σε συνθήκη αγάπης τα χάνω… τα χάνω όλα…χάνω την ανάσα μου, την αίσθηση του σώματος μου και της ίδιας της ζωής ;»
«σημαντικές ερωτήσεις αυτές… έχει προχωρήσει στον λαβύρινθο της σκέψης της. Υπάρχει βέβαια μεγάλος φόβος μη χαθεί.
Ναι, έτσι αισθάνεται, πως χάνεται όταν υπάρχει κάποιος που την πλησιάζει.
Κάποιος που θα μπορούσε να γίνει φωλιά, να βρει ζεστασιά μέσα σε αυτή την φωλιά… να βρει την αίσθηση του σώματος της.
Τελικά κινδυνεύει να χαθεί μέσα στις σκέψεις της. Και οι σκέψεις λειτουργούν ως κρυψώνα από τον εαυτό μας, όταν δεν τις ακούμε.
Αν χαθεί μέσα σε έναν ασταμάτητο στρόβιλο σκέψεων, θα μείνει εγκλωβισμένη εκεί. Πως θα μπορούσα να την βοηθήσω;»
αυτά σκεφτόμουν εγώ με την σειρά μου.
Μα, δεν μίλησα… Παρακολούθησα τις σκέψεις μου. Παρέμεινα σιωπηλή. Κοιτούσα εκείνη και πίσω της, έξω από το παράθυρο, αναβόσβηναν τα πολύχρωμα φωτάκια, σαν καρδιακός παλμός, άλλοτε ξέφρενος άλλοτε ήρεμος.
Η γυναίκα εκλεισε τα μάτια. Εισέπνευσε βαθιά,
«είμαι ένα από εκείνα τα φυτά. τα άγρια φυτά. ξέρεις, εκείνα που φυτρώνουν κάτω από πολυ άσχημες συνθήκες.
Είχε φυτρώσει ένα τέτοιο στην αυλή του σπιτιού μας. Ήταν χειμώνας και το χιόνι είχε σκεπάσει απαλά το χώμα. Το φυτό διαπέρασε το λευκό στρώμα και ξεπρόβαλε με θράσος αναζητώντας το φως.
Αυτό το φυτό είχε επιβιώσει παρά τις κακές καιρικές συνθήκες… συνθήκες που θα αφάνιζαν πρόωρα τα άλλα φυτά του είδους του. Ξέρεις τι απέγινε αργότερα; Μόλις ο καιρός γλύκανε, δεν άντεξε, πέθανε!»
Αυτό το κορίτσι, αυτή η γυναίκα, αυτή η ενήλικας …αυτό το παιδί… είχε δίκιο, έμοιαζε πολύ με ένα τέτοιο φυτό, αυτά τα φυτά είναι σαν τους ανθρώπους που ως έμβρυα κατάφεραν να επιβιώσουν μέσα σε μια μήτρα, μητέρας απελπισμένης.
Έτσι και η ίδια, ολοκλήρωσε τη διαδρομή της ερχόμενη στον κόσμο παρά την θλίψη της γυναίκας που την κυοφορούσε.
Ο ψυχικός κόσμος της μητέρας της ήταν το χιόνι που έπεσε απαλά πάνω στο σώμα του βρέφους που ήταν.
Φερμένη στη ζωή για να αντέχει ψυχολογικά πολύ περισσότερο από τα αλλά παιδιά τις συναισθηματικές ματαιώσεις.
Τρεφόταν με όρεξη και χώνευε κάθε τι δύσκολο.
Μετέτρεπε το παγωμένο περιβάλλον σε ευκαιρία για εξερεύνηση.
Όταν ψαχουλεύεις με τα χέρια κάτω από το χιόνι έχοντας το κεφάλι έξω από τη παγωμένη κρυψώνα, μπορεί να αγγίξεις οτιδήποτε.
Και αυτό που άγγιξε ήταν η ίδια της η ανάγκη για αγάπη και φροντίδα. Πως όμως να την δεχτεί , να την αποδεχθεί;
Προγραμματισμένη, κατά κάποιο τρόπο, να αναπτύσσεται, να απλώνει τα κλαδιά της και παραδόξως να ανθίζει, σε ένα περιβάλλον, σκοτεινό, απαιτητικό και αυστηρό, σα ξεκίνησε να αλλάζει αυτό το περιβάλλον, μιας και μεγαλώνοντας βάλθηκε να επιθυμεί να γνωρίσει την αγάπη τα έχασε!
βλέπεις! τα έχουν οι άνθρωποι μέσα τους αυτά τα ζιζάνια, ζητούν άλλα από αυτά που έχουν.
Όταν ξεκίνησε να διερωτάται σε σχέση με το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, όταν ξεκίνησε να διερωτάται σε σχέση με την αγάπη, τρόμος κατέλαβε το σώμα της και την ψυχή της.
«αν δεν έχω κάτι για το οποίο να πολεμώ, πως θα αισθανθώ ελεύθερη; αν αφεθώ ελεύθερη, δίχως να σκέφτομαι πως πολεμώ, τότε θα πεθάνω… θα με σκοτώσει ο πρώτος που θα καταλάβει πως έχω βγάλει την πανοπλία μου… ο πρώτος που θα δει τα όπλα μου στη γη…» με κοίταξε με δακρυσμένα μάτια και συνέχισε,
«Αξίζει άραγε να πεθάνεις από φόβο ή να πεθάνεις από αγάπη;»…
Έμεινα να την κοιτώ, …
«η αγάπη άραγε σκοτώνει;», διερωτήθηκα…
ο χρόνος είχε τελειώσει… η χρονιά έφτανε στο τέλος της… ίσως έφτανε στο τέλος και η ίδια η νεαρή γυναικα, στο τέλος των αντοχών της.
…και είναι εκείνη ακριβώς η στιγμή που σα τελειώνουν οι αντοχές μας…Όταν οι άνθρωποι αντέχουμε όλο και λιγότερο τον πόνο, την στεναχώρια, τις αντίξοες συνθήκες, τότε καλούμαστε να πάρουμε μια απόφαση: να αγαπήσουμε τον εαυτό μας, να αντέξουμε την αγάπη. Να αντέξουμε να μας αγαπούν. Να ανθισουμε στο φως και στη ζέστη…
Και ας τελειώσει ο χρόνος… ας παραμονεύει ο φόβος… ας γυροφέρνει στο μυαλό η σκέψη πως ίσως μια μέρα όλα χαθούν…
Ως τότε, ας χαρούμε την κάθε στιγμή δίχως την ανάγκη να υποφέρουμε προκειμένου να ζούμε… ας μην εξαντλήσουμε τις αντοχές μας βουτώντας από μόνοι μας σε παγωμένους τόπους…ας αναζητήσουμε τον ήλιο και ας αντέξουμε … την ζωή.