Πριν κάποια χρόνια, 23 για την ακρίβεια, περπατούσα σε κάποια στενά στη Bologna, ήταν απόγευμα και για καλή μου, ή για κακή μου τύχη (μα και η καλή και η κακή γίνηκαν ένα) είχαν στήσει ξένοι διαφόρων πολιτισμών ένα παζάρι και πουλούσαν ότι βάλει το μυαλό σου και έμελλε αυτό το παζάρι να καθορίσει τα όσα παζαρεύει στο σήμερα το δικό μου το μυαλό.
Ήταν άνοιξη , ήμουν φοιτήτρια ψυχολογίας στην Πάρμα και είχα ξυπνήσει εκείνο το πρωί με μια επιθυμία να κάνω ένα ταξίδι, ήθελα να κάνω ένα ταξίδι μόνη μου, δεν ήταν ακριβώς τάση φυγής από όλα και από όλους γιατί όπου και να πήγαινα πάντα τους κουβαλούσα όλους και όλα , αργότερα άλλωστε θα καταλάβαινα πως οι τάσεις φυγής έχουν να κάνουν μόνο με τον ίδιο μας τον εαυτό, αυτόν δεν αντέχουμε και από αυτόν δεν ξεφεύγουμε παρά μόνο βουτώντας σε συμπτώματα που και πάλι δεν μας ελευθερώνουν μα μας καθηλώνουν ακόμα πιο πολύ.
Ήμουν 20 χρόνων τότε αντάρα στο κεφάλι, φουρτούνα στο σώμα, μόνη σε μια ξένη πατρίδα, με μια βαριά άγκυρα και γερή κουπαστή αυτή των ονείρων μου.
Κατευθύνθηκα στο σταθμό με μια ροζ τσάντα στην πλάτη, με λίγα χρήματα στο πορτοφόλι και δίχως να ξέρω που πάω. Αισθανόμουν ένα σφίξιμο στο στομάχι και μια γλυκιά ζαλάδα στο κεφάλι.
Αυτό θα ήταν το πρώτο μου ταξίδι δίχως σκοπό.
Μπορεί να είχα πάει μίλια μακριά από τους γονείς μου αλλά ο στόχος ήταν ιερός.
Εδώ δεν υπήρχε κανένα σχέδιο, και όμως αισθανόμουν πως αυτό έπρεπε να γίνει.
Και έτσι έγινε. Με κλειστά τα μάτια ακούμπησα τον χάρτη με τις κοντινές διαδρομές (δεν είχα λεφτά για διαμονή) και το δάχτυλο σταμάτησε στην Bologna!
Επιβιβάστηκα στο τρένο κρατούσα τα εισιτήρια μου σαν τυχερό λαχείο. Μέσα σε λίγη ώρα είχα φτάσει. Δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να κάνω, που έπρεπε να πάω. Σταμάτησα μπροστά σε μια λίμνη. Πήρα μια βαθιά ανάσα και είπα ψιθυριστά «και τώρα ας χαθώ». Και καθώς χανόμουν, βρέθηκα μπροστά σε έναν πάγκο με ξύλινες ματριόσκες, η κάθε μια ξεχωριστή από την άλλη, μα μέσα τους κυοφορούσαν πανομοιότυπες μικρότερες τους.
«έλα εδώ» μου είπε σε σπαστά ιταλικά μια τσιγγάνα «πάρε αυτές, έχουμε μέσα μυστικό, θα γίνεις μεγάλη ψυχολόγος μια μέρα» .
Αδύνατον! Σκέφτηκα και αισθάνθηκα να με διαπερνά ρεύμα στην ραχοκοκαλιά μου, σαν υπνωτισμένη έβγαλα τα χρήματα και της τα έδωσα.
Έβαλα βιαστικά την πολλές γενεές υποσχόμενη ματριοσκα στην τσάντα και καθως απομακρυνόμουν αισθάνθηκα την ανάσα της στο σβέρκο μου «για να γίνεις καλή και δυνατή γυναίκα και να δουλέψεις με ανθρώπους να κουβαλάς πάντα τους ανθρώπους μέσα σου… πιο πολύ τις γυναίκες, γιατί είσαι γυναίκα, μάθε τις γυναίκες της οικογένειας σου, θύμωσε τους, αγάπησε τες και βρες διαφορές και ομοιότητες» εγώ καθώς την άκουγα είχα μετατραπεί σε κοκαλωμένο μικρό σκιάχτρο και έδιωχνα κάθε πουλί σκέψης από το χωράφι της λογικής. «Μα, πως το κάνεις;» Ψέλλισα… και εκείνη χαμογέλασε , νομίζω για να μου δείξει τα δυο της χρυσά δόντια, και συνέχισε «έλα δώσε μου το χέρι σου γιατί σε συμπάθησα, θα σου πω και αλλά». Είπα ένα «ευχαριστ….» και το «ω» το πήρε ο αέρας καθώς το είχα βάλει έντρομη στα πόδια.
Τρεχάτε ποδαράκια μου να με σώσετε από την μάγισσα… έφτασα, ούτε ξέρω και εγώ πως, μπροστά στους πύργους Torre Asinelli και Torre Garisenda.
Βρήκα μια σκιά έριξα κάτω το σακίδιο μου και έκατσα δίχως να σκεφτώ πως σχεδόν σωριάστηκα στον δρόμο. Άνοιξα το σακίδιο πήρα το μπουκάλι με το νερό και έβγαλα μαζί και την ματριοσκα… άνοιξα μια μια τις μανάδες και έφτασα ως την τελευταία την μικροσκοπική, και της έβαλα παραταγμένες μπροστά μου, ολόιδιες, όμως , σιγά σιγά εμφανίζονταν κρυμμένες διαφορές, σε κάποιες πινελιές τους, σε μικρά μέρη των χρωμάτων των ρούχων τους, των ματιών τους.
Με έπιασε ένα δέος. Το ίδιο δέος αισθάνομαι ακόμα κοιτάζοντας τες!
Κάθε γενεά ίδια και κάθε μια διαφορετική… δύσκολα το αναγνωρίζει κανείς και εύκολα ξεγελιέται προκειμένου να μην χάσει την βολή των συνηθειών του.
Και όταν οι παλμοί της καρδιάς μου ηρέμησαν και άρχισα να βάζω τις ματριοσκες ξανά την μια μέσα στην άλλη, όλα γίναν πιο καθαρά μπροστά μου και αισθάνθηκα πως το πρώτο μου ταξίδι δίχως σκοπό εξετέλεσε τον σκοπό του… ήταν ξάφνου σαν να είχα γίνει μάρτυρας της αλήθειας του κόσμου…«πρόσεχε! Να μην ακούς μόνο όσα μπαίνουν στα αυτιά σου, ή πιο καλά, όσα μπαίνουν στα αυτιά σου μολύνονται από όσα φοβάται πως θα ακούσει η ψυχή σου , να βλέπεις μα να μην βλέπεις μόνο με τα μάτια, ή πιο καλά, όσα βλέπεις μολύνονται με όσα φοβάται πως θα δει η ψυχή σου… να αγγίζεις μα να μην μένεις μόνο στο άγγιγμα… ή πιο καλά, όσα αγγίζεις να είσαι υποψιασμένος πως φιλτράρονται από την ψυχή σου, αν φοβάσαι τότε το άγγιγμα θα τρέμει, αν γαληνεύεις τότε το άγγιγμα θα δίνει φως. Να έχεις πάντα στο μυαλό ψυχραιμία και να ακούς τις σκέψεις σου, τις αμφιβολίες σου , αν κάτι σε πανικοβάλει, σε τρομάζει σε ερεθίζει, σε γεμίζει δέος, αν αν αν… τότε πάντα να έχεις δεύτερες και τρίτες σκέψεις και να ψαχουλεύεις μέσα σου και γύρω σου, να δέχεσαι την αλήθεια των άλλων σαν αλήθεια αλλά να ξέρεις πως υπάρχουν, τελικά, αλήθειες πολλές»
Έχω ακόμα αυτό το χαρτί, τα είχα γράψει όλα αυτά στη χάρτινη καφέ σακούλα μέσα στην οποία είχε βάλει εκείνη η τσιγγάνα την ματριοσκα.
Εκεί ανάμεσα στους δυο πύργους που συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο σε ύψος, κύρος και αίγλη… εκεί εγώ ανάμεσα τους είχα ανακαλύψει μια τόση δα και συγχρόνως απέραντη αλήθεια … πως αν μέσα σου κάτι θες να το πιστέψεις τότε τα βάζεις με τον ίδιο το θεο της λογικής και τον παρακάμψεις.
Γιατί ήθελα τόσο να πιστέψω εγώ η 20 χρόνων μικρή γυναίκα πως θα γινόμουν μεγάλη, πως τα όνειρα μου θα γινόντουσαν πραγματικότητα μα συγχρόνως με τρόμαζε πως μαγικά κάποια άγνωστη και μάλιστα γυναίκα θα μου αποκάλυπτε το μέλλον.
Η αλήθεια είναι πως η γυναίκα αυτή ήξερε να επιβιώνει και όχι μόνο ήξερε να μιλά ιταλικά αλλά ήξερε να διαβάζει και ελληνικά… και φαντάζεστε τι διάβασε;
Στην ροζ μου τσάντα είχα γράψει με ελληνικά (για να μην γίνω εντελώς ρεζίλι στους συμφοιτητές μου που ήταν μόνο ξένοι) «
ονειρεψου και θα γίνεις αυτό που ονειρεύεσαι, ψυχολόγος όνειρο ζωής».
Έβαλα τα πράγματα μου στην τσάντα μου, ξεσκόνισα το παντελόνι μου, ζεύτηκα το μαρτυριάρικο σακίδιο μου και πήγα να φάω spaghetti bolognese.
23 χρόνια μετά, έχω ακόμα το σακίδιο, το χαρτί και την ματριοσκα, έχασα την πιο μικρή αυτή που δεν γεννά… έγινα όμως μάνα την ίδια περίοδο που την έχασα και θέλοντας να πιστεύω που και που σε όλα αυτά τα παράλογα κάνω την σκέψη πως στην πραγματικότητα δεν έχει χαθεί, έχει πάει κάποιο ταξίδι μοναχικό ώστε να ψάξει τον εαυτό της και να καταφέρει με τη σειρά της να γεννήσει , όχι απαραίτητα παιδιά… να γεννήσει ιδέες, σκέψεις, θαύματα και να γεννήσει κυρίως την ίδια μαζί με όσα έχει τολμήσει να ονειρευτεί και με όσα αγαπά.