Μέσα στη σιωπή του δωματίου, εισέβαλε κάθε τόσο ένα κελάιδισμα ή κάποιο γάβγισμα ξαφνικό. Το παράθυρο σε ανάκληση. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μας μια μύγα.
Η Ν καθόταν στο πάτωμα, αρνιόταν πεισματικά να κάτσει στην πολυθρόνα ή στον καναπέ.Είχε τα μάτια κλειστά. Και εκεί που άρχισα να σκέφτομαι πως θα περάσει άλλη μια συνεδρία βουτηγμένη σε μια άχρονη σιωπή, εκείνη άνοιξε τα μάτια και μου είπε πως αυτή η μύγα της είναι γνώριμη… και ξεκίνησε να μιλά.
«Είδα κάτι σαν όραμα. Είμαι στο νησί, μια μεγάλη μύγα μπαίνει μέσα στην κουζίνα, κάθομαι στην πολυθρόνα που βρίσκεται μπροστά από την τζαμαρία και ταξιδεύω βουτηγμένη στην θέα της ανταριασμένης θάλασσας, βαριέμαι πολύ να σηκωθώ να την “κανονίσω” με την κόκκινη πλαστική μυγοσκοτώστρα.
Αυτή η μυγοσκοτώστρα ήταν, αναμφίβολα, το σκήπτρο της γιαγιάς, κρεμασμένη ακόμα εκεί, πλάι στην ποδιά της, “όπως μπήκε θα βγεί” σκέφτομαι και κλείνω τα μάτια, κάνω πως δεν την βλέπω.
Η γιαγιά μου τις κυνηγούσε με μανία τις μύγες, έχω την εντύπωση πως τις πετύχαινε όλες.
Όλα τα πετύχαινε η γιαγιά μου.
Την βλέπω σχεδόν να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μου, είχε αυτά τα χέρια τα μαγικά και με ότι καταπιανόταν το αποτέλεσμα ήταν φαντασμαγορικό.
Έφτιαχνε πίτες, βούταγε τα παραφουσκωμένα χέρια της μέσα στη λεκάνη με το ζυμάρι, και το στήθος της ακουμπούσε τα μπράτσα της, τα χέρια ανεβοκατέβαιναν και όσο από το αλεύρι αρνιόταν να υποταχτεί στο αναμεμειγμένο υλικό υψωνόταν στον αέρα και καταλάγιαζε στην ποδιά, στα μάγουλά της και στο τραπέζι.
Τα πρωινά μάζευε τα ντοματάκια από τον μπαχτσέ, τα άφηνε να καούν στον ήλιο και μετά έκανε διάφορα με δαύτα βασανίζοντάς τα, άφηνε λίγα να τα φάω ωμά, γιατί τα λιγουρευόμουν.
Συχνά τα απογεύματα με φώναζε εκεί, στο μπαλκόνι, που αγνάντευε τη θάλασσα και έπινε το καφεδάκι της, “έλα να μου διαβάσεις τον καφέ κορίτσι μου”.
Και εγώ έτρεχα σαν την πάπια, άφηνα τα παιχνίδια μου και έπαιζα την καφετζού με τη γιαγιά μου, “βλέπω καράβι γιαγιά και μια πεταλούδα!”, έτρεχε εκείνη να ανάψει το καντήλι, δεν πίστευε σε αυτά αλλά ποιος μπορεί να είναι και σίγουρος;
Άλλοτε πάλι μου φώναζε από την κουζίνα να τσακιστώ, “τρέχα, τρέχα να δεις πως φτιάχνεται το σωστό το φαγητό. παράτα τα παιχνίδια επιτέλους”.
Από τα 5 μου ήξερα να κάνω όσα δεν ξέρουν άλλες στα 20.
Από τα 5 με ετοίμαζε για την στιγμή εκείνη που θα έμενα μόνη στον κόσμο.
Μεγάλωσα από εκείνη, θαρρείς, για να είμαι μόνη.
«Μια μέρα θα πεθάνω και εσύ θα πρέπει να ζήσεις».
Φοβερή αντίφαση.
Για χρόνια σκεφτόμουν πως η ζωή ξεκινά μετά το θάνατο,
«αν όταν εκείνη πεθάνει θα αρχίσω να ζώ, τότε τώρα; τώρα δεν ζω;»
Η μητέρα μου την άκουγε και χαμογελούσε βουτηγμένη στα βιβλία της, “τι διαβάζεις μαμά;”, τη ρωτούσα μα δεν με ενδιέφερε στα αλήθεια, το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να με κοιτάξει λίγο, να παίξει μαζί μου.
Ταξίδευε πολύ η μητέρα μου μαζί με τον πατέρα μου, γράφαν ρεπορτάζ για ένα μεγάλο ξενόγλωσσο περιοδικό, εγώ έμενα με τη γιαγιά πάντα πίσω να περιμένω.
Συχνά τα βράδια, που διάβαζα για χιλιοστή φορά τα γράμματά τους και χάζευα τις φωτογραφίες τους, αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό που τους ενέπνευσε να κάνουν παιδί. Για χρόνια πίστευα πως ήμουν το παιδί της γιαγιάς μου.
Η μητέρα μου με έδωσε σε εκείνη για να ελευθερωθεί; «Κρατά αυτό το μωρό και ασε με εμένα να ζήσω.»; Ήμουν το αντάλλαγμα;
Στο ζωικό βασίλειο, σε ότι αφορά τα σπονδυλωτά τουλάχιστον, το πεπρωμένο των θηλυκών είναι προσαρμοσμένο στην δουλεία της μητρότητας και τα αρσενικά αδιαφορούν. Αυτό το είχα διαβάσει κάποτε σε ένα από τα βιβλία της μητέρας μου και είχα ανακουφιστεί κάπως , ο πατέρας μου είναι φυσιολογικός , είχα σκεφτεί, έτσι κάνουν τα αρσενικά.
Ο θυμός μου όμως για αυτή τη γυναίκα, που πήγαινε τόσο ενάντια στη φύση της και χρησιμοποίησε τη μητρότητα για να ξεφύγει από τη δική της δουλεία, ήταν απεριόριστος. Μιλάμε για ένα θυμό που πνιγόταν σε αστείρευτες λίμνες παιδικών δάκρυων.
Τότε δεν γνώριζα, τότε απλά έκλαιγα. Τότε έκλαιγα όταν έφευγε, όταν αργούσε να επιστρέψει, όταν κοιμόταν ενώ εγώ ξυπνούσα. “να την πάρουμε τηλέφωνο, γιαγιά” με κοιτούσε εκείνη με τα ξεπλυμένα μάτια της και έλεγε “τώρα εκεί που βρίσκεται είναι νύχτα, βαθιά μεσάνυχτα”.
Έτρεχα έξω από το σπίτι, εβγαινα στον κήπο και σκαρφάλωνα σαν την μαϊμού στο δέντρο. Εκει πάνω μου είχε φτιάξει ο μαραγκός ένα δεντροσπιτο.
Τον είχε φέρει η γιαγιά, «Κοίτα να είναι σταθερό γιατί θα σου φάω το κεφάλι». Δεν θα μπορούσε κανένας να της πει όχι, πόσο μάλλον να την παρακούσει.
Ήταν πάντα σταθερά όπου πατούσα και όπου σκαρφάλωνα αλλά πάντα κάτι με έβαζε σε σκέψεις και εκείνες οι σκέψεις με έκαναν να ακροβατώ σε ένα αόρατο δοκάρι που ένωνε το κενό ανάμεσα σε δυο σταθερά σημεία.
«Μια μέρα θα πεθάνω και εσύ θα πρέπει να ζήσεις »… Τα δυο μου σταθερά σημεία, η ζωή και ο θάνατος. Ανάμεσά τους το κενό, το κενό μιας αδυσώπητης αναμονής.
«Σα πεθάνει η γιαγιά θα πρέπει να ζήσω»
Στο δεντρόσπιτο όμως ήταν αλλιώς, εκεί έβρισκα ισορροπία .
Εκεί ήταν όλος μου ο κόσμος, εκεί έκλαιγα , εκεί γελούσα. Χωνόμουν εκεί μέσα και προσευχομουν στον θεο να μου φερει πίσω την μητέρα μου. Έτρεμα στην ιδέα, καθώς μεγάλωνα, να πεθάνει η γιαγιά μου και εγώ να πρέπει στα αλήθεια να ζήσω μόνη. Και ας γνώριζα πια τον τρόπο που θα τα κατάφερνα!
Μια μέρα παρατήρησα κάτι που δεν είχα πάρει χαμπάρι, το γειτονικό δέντρο άρχισε να ανθίζει και να μοσχοβολά.
«Για δες», είπε η γιαγιά «αυτή είναι η λεμόνια σου. το δέντρο αυτό είναι υπευθύνη σου, το φύτεψα σα γεννήθηκες, είναι δικό σου το δέντρο, δικά σου και τα λεμόνια.»
Ω, μετά το δεντρόσπιτο που αιωρείτο σε κορμό δανικό, θα είχα επιτέλους το δικό μου δέντρο, με τις ρίζες του και με τους καρπούς του!
Πράγματι το φρόντισα αυτό το δέντρο, κάθε που επέστρεφα από το σχολείο πλησίαζα τον κορμό του και το αγκάλιαζα με τα μικρά μου χέρια.
Ώσπου, μια μέρα που τα χέρια μου μεγάλωσαν επέστρεψε η μητέρα και ο πατέρας.
Επέστρεψαν για να αποχαιρετήσουν την γιαγιά.
Εγώ ήμουν σιωπηλή, καθισμένη στην ίδια θέση που κάθομαι τώρα, είχε μπει μια μεγάλη μύγα μέσα στην κουζίνα, το θεωρώ απίθανο να ήταν η ίδια με τούτη εδώ.
Το σώμα μου σκυφτό, με το μαύρο μου φουστάνι, έτοιμο από πάντα.Την περίμενα εκείνη την ημέρα, με είχε ετοιμάσει η γιαγιά. Στο τραπέζι, ακουμπισμένο ένα ξέχειλο καλάθι με τους κίτρινους καρπούς.
«Να σου φτιάξω μια λεμονάδα;» ρώτησε η μητέρα, έγνεψα ναί. Την ήπια όλη μονορούφι και έκλεισα τα μάτια. Ήταν ξυνή η γεύση, μα την ίδια στιγμή με έκανε να αισθανθώ μια ευχάριστη ανατριχίλα.»
Είχε πια, περάσει η ώρα. Εκείνη είχε γίνει ένα μικρό μπογαλάκι στο πάτωμα.
Σα να είχαν μεταμορφωθεί τα πολύχρωμα ρούχα της σε εκείνο το μαύρο φουστάνι. Σε λίγο θα έπρεπε να σηκωθεί, να επανέλθει στο τώρα.
«Έτσι μάλλον είναι να ζεις», θυμάμαι να σκέφτηκα, μα δεν της το είπα, «Έτσι, σαν να πίνεις μια ξυνή σπιτική λεμονάδα. Λεμονάδα με στημένα λεμόνια φρέσκα, ζωηρά, μόλις κομμένα από το δικό σου δέντρο».
Άλλωστε σε αυτή τη ζωή τι μετρά;
Το ύψος του δέντρου, το βάθος της ρίζας και οι καρποί… το δίχως άλλο αν η ζωή σου δίνει λεμόνια … δεν έχεις παρά να φτιάξεις λεμονάδα, μπορεί να είναι ξυνή αλλά αν επιλέξεις να πιεις θα σου μείνουν οι βιταμίνες (και ας μην Φεύγει εύκολα…κάποιες φορές καθόλου… η κακή γεύση από την μνήμη).