Κοιτούσε ξανά και ξανά τα ρολόγια, και τα τρία τα ρολόγια.
Ένα για καθε καρδιά που είχε χτυπήσει μέσα της.
Τικ τακ, τικ τακ…τα κοιτούσε και έπειτα έκλεινε τα μάτια.
Τικ τακ τικ τακ… άκουγε σχεδόν δίχως να ανασαίνει… μπλέκαν οι χτύποι. Μπλέκαν τα νούμερα, μπλέκαν οι δείκτες. Μπλέκαν τα λεπτά. Γινόντουσαν πλεξουδες που σέρνονταν στο διάδρομο τικ τακ. Προχωρούσε και κρατούσε ένα κερί αναμμένο. Το είχε μπήξει σε ένα ασημένιο κηροπήγιο. Έσταζε. Οι πλεξουδες σερνόντουσαν. Το άσπρο φουστάνι ίσα που φανέρωνε τις άσπρες πατούσες και τα κόκκινα νύχια. 70 χρονια το ίδιο χρωμα. Τικ τακ. Από τα 19.
Το σύνολο;89 .
Τικ τακ. Τρία ρολόγια, τρεις καρδιές και μια ακόμα η δίκη της. Τικ τακ… δεν θα είναι ποτέ μόνη όσο αυτά θα χτυπούν. Μόνο που δεν συντονίζονται πάντα . Ακουμπά το κηροπήγιο στο τραπέζι. Τραβά την κουρτίνα. Μπαίνει φως. Τικ τακ. Μόνη μα όσο χτυπούν όλα θα πάνε καλά. Τρεις γέννες. Επιτυχώς αναθρεμένοι γιοί . Ένας γάμος σκέτη αποτυχία. Τικ τακ, 89 χτύποι. «Ας δυναμώνουν των τριών οι χτύποι και ας λιγοστεύουν οι δικοί μου» Αυτή ήταν η ευχή της κάθε πρωί στο θεό. Μα ο θεός δεν απαντούσε. Μόνο τικ τακ . Μόνο αυτό Ακουγόταν. Και αυτό επαναλαμβανόταν κάθε μέρα. Ώσπου μια μέρα … το κερί έλιωσε. Τικ τακ, τρία ρολόγια, τρία μοναχά. Τρία, συντονισμένα πια, στους χτύπους της ευχής της.