«Ήταν το δικό μου βουνό αυτός ο λόφος
από σκίνα και πέτρα.
O ήλιος έκαιγε το χώμα και οι οχιές άφηναν
το δέρμα τους.
Πέτρα, σκίνα, φρύγανα, γαϊδουράγκαθα.
Βουνό ήταν μέσα μου.
Μεγάλο, δυσπρόσιτο.
Σ’ αυτόν το βραχώδη τόπο άφηνα κάθε
καλοκαίρι το δικό
μου δέρμα.»
Αυτά τα λόγια της μικρής που αφηγείται την ιστορία, με συντροφεύουν καθώς ετοιμάζω τις βαλίτσες για το νησί… το δικό μου καλοκαιρινό τοπίο ενηλικίωσης.
Διαβασα τρεις φορές το βιβλίο της Θεοδώρας Κατσιφή , μια γρήγορη, μια αργά, με παύσεις… και έπειτα με την Β. Πήγα σε εκείνο τον τόπο, ταυτίστηκα με αυτό το κορίτσι, αναζήτησα τις αλήθειες του.
Στεναχωρήθηκα λίγο γιατί σκέφτηκα πως η κόρη μου ίσως δεν θα προλάβει να ζήσει αυτές τις περιπέτειες, βουτηγμένη σε τσούρμο παιδιών, παραδομένη στα ένστικτα της επιβίωσης, της περιέργειας και την ίδια στιγμή ανεμελιάς.
Άλλοι καιροί οι δίκιο της… άγριοι σκεπασμένοι με τα βαριά πέπλα της απομόνωσης.
Έχω υπάρξει αυτό το κορίτσι, τα καλοκαίρια με τα παιδιά του νησιού έκανα «τρέλες», βουτουσαμε από τον πιο ψηλό βράχο ενός παραδείσου γεμάτου βράχια και καταλήγαμε με ουρλιαχτά παντοδυναμίας στο βαθύ γαλάζιο.
Τα βράδια ψάχναμε με λαχτάρα δείγματα πως ζουν οι νεκροί, ακολουθούσαμε ίχνη και λύναμε μυστήρια.
Έπειτα αναζητούσαμε τις αλήθειες μέσα από τις ιστορίες των μεγάλων.
Νομίζω πως το Γκούρι, πέρα από πέτρα, σημαίνει και σύνδεση… αισθάνθηκα πως αυτό το βιβλίο είναι το δείγμα ενός σπουδαίου συνδετικού κρίκου ανάμεσα στον κόσμο των παιδιών… των παιδιών που ήμασταν και των παιδιών που είναι τώρα τα παιδιά μας.
Μια ιστορία που θα ήθελα να πω στην κόρη μου. Μια από τις πολλές. Όπως μου έλεγαν οι δικοί μου για το «τότε» τους, στους τόπους που το τότε είχε γίνει το δικό μας τώρα.
Ποδοβολητά, το κοιμητήριο αχνοφαίνεται στο τέλος του λόφου, το βράδυ σκεπάζει το νησί ένα πέπλο μυστηρίου που γαργαλάει το στομάχι, σκαρφάλωμα στο. Πιο ψηλό βράχο, «δεν το κάνεις… δεν το κανεις» «ΤΟ ΚΑΝΩ!»… , βουτιές, παντοδυναμία και ματαίωση.
Εφηβεία και ενηλικίωση. Όλα αυτά ξεπηδούν από το βιβλίο ή μάλλον κάνουν να ξεπηδούν μέσα μου, από το βάθος του τόπου των αναμνήσεων.
Σπουδαία αφορμή για συζήτηση και αναδρομές.
Η Β ζήτησε να την πάω στο δικό μου Γκούρι.
«Μαμά, λες να βρω και εγώ το δικό μου τσούρμο; Τα παιδιά τα πιο μεγάλα, στο χωριό έχουν όλα κινητά στο χέρι. Οι φίλοι μου θα είναι έτσι καθώς μεγαλώνουν; Έχει τόσες ομορφιές το χωριό. Έχει και μυστήρια.» Αυτά είπε η μικρή και εγώ ένιωσα να σφίγγεται το στομάχι μου γιατί δεν είμαι πολύ αισιόδοξη σε σχέση με το πως θα σχετίζονται τα παιδιά μας στην εφηβεία .
Το χάρηκα αυτό το βιβλίο γιατί ένα κορίτσι από το παρελθόν είπε μια ιστορία σε ένα κορίτσι που ζει σε ένα παρόν φάντασμα…σε ένα παρόν απομόνωσης, από το οποίο απουσιάζει η φαντασία και περισσεύει ο ρεαλισμός…
Νομίζω πως πρέπει όλοι οι γονείς να κάτσουμε πλάι στα παιδιά μας και να τους πούμε ιστορίες, να ανασύρουμε τον ενθουσιασμό μας. Αυτό που τότε μας κρατούσε ζωντανούς. Να βγούμε στην φύση, να πάμε στους τόπους των παιδικών- εφηβικών χρόνων και να ξεναγήσουμε τα μικρά μας.
Μόνον αυτό θα μας σώσει, η σύνδεση… η σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν… αυτή η σύνδεση θα οδηγήσει στην γνώση και στην … ενηλικίωση.
Λιθαράκι … λιθαράκι…. Πέτρα στην πέτρα, ίσως χτίσουμε μια γέφυρα επικοινωνίας…
Μια ιστορία για ένα χωριό, ένα τσούρμο παιδιά κι έναν αγριάνθρωπο.
Κάθε καλοκαίρι, μόλις έρχονταν οι αμερικάνες, το τσούρμο παρασυρόταν σε ακόμη μεγαλύτερες σκανταλιές κι αταξίες, κάνοντας το χωριό άνω κάτω. Όμως κανείς δεν περίμενε πως εκείνο τον Αύγουστο ένα δωδεκάχρονο κορίτσι από την Αθήνα θα προκαλούσε τις αμερικάνες και θα έκανε τα πάντα για ν’ ανακαλύψει πώς χάθηκε πριν από χρόνια μια κοπέλα. Διακοπές στο χωριό με τη γιαγιά. Κάτω από έναν ήλιο που καίει την πέτρα χτίζονται παιδικές φιλίες, γιορτάζεται η ελευθερία και τολμηροί μικροί ντετέκτιβ αποκαλύπτουν μεγάλα μυστικά.
Το βιβλίο To βιβλίο «Γκούρι σημαίνει πέτρα» της Θεοδώρας Κατσιφή κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο.