Η τσαγέρα σφύριξε με μανία, τα ξύλα πετούσαν σπίθες καθως τα σκάλιζα με έπαρση « εγώ σας διαφεντεύω, εγώ σας δίνω ζωή».
Η ζέστη και η θαλπωρή της καρέκλας πλάι στο τζάκι με έκανε να μένω καρφωμένη στη θέση μου. «Ωχου,ποιος να τρέχει τώρα στην κουζίνα…».
Σκαλίζοντας ξανά το τζάκι, ξεγέλασα για λίγο το χρόνο.
Η τσαγερα όμως συνέχιζε να σφυρίζει.
Στο τέλος νίκησε η δίψα μου και όχι ο ενοχλητικός θόρυβος.
Σηκώθηκα. Πήγα στην κουζίνα. Επέστρεψα. Είδα αυτή την εικόνα μπροστά μου.
Την πολυθρόνα μπροστά στο τζάκι.
Θεέ μου πόση ομορφιά, Θεέ μου πόση ηρεμία. Και πριν χωθώ στα ζεστά, πριν κρυφτώ κάτω από τις κουβέρτες… πάγωσα!
Πάγωσε το αίμα μου!
Μούδιασε το κεφάλι μου.
Οι σκέψεις μου μετατράπηκαν σε συρμάτινες βέργες και μπλέχτηκαν σα συρματοπλεγματα που δυσκόλευαν την πρόσβαση στην ελευθερία της ονειροπόλησης,
«Κάπου σε κάποια χώρα, σε κάποια πόλη, σε κάποιο σπίτι, μπροστά σε ένα τζάκι, πάνω σε μια καρέκλα καθόταν μια γυναίκα.
Είχε βάλει το παιδί της για ύπνο, είχε ετοιμάσει το φαγητό.
Περίμενε τον άντρα της σκαλίζοντας την φωτιά. Ίσως έκανε όνειρα για τις διακοπές του καλοκαιριού, ίσως πάλι όχι. Ίσως απλά να περίμενε να ζεσταθεί το νερό για να πιει ένα τσάι αποτοξίνωσης… μα αντί να την σηκώσει από τα ζεστά το σφύριγμα της τσαγέρας… την σήκωσε με βία η σειρήνα του πολέμου.» αυτές οι σκέψεις στοίχειωσαν το σώμα μου και την ψυχή μου.
Κάθησα στην καρέκλα, σκάλισα το τζάκι.
Σφάλισα τα μάτια σε μια προσπάθεια να μην δω.
Οι εικόνες όμως είναι μέσα μου.
Μέτρησα κάθε γυναίκα με ευλάβεια, κάθε γυναίκα που είδα να περνά τα σύνορα της χώρας της, κατατρεγμένη.
Κάθε γυναίκα, με ένα παιδί ή και παραπάνω μέσα στην αγκαλιά της.
Κάθε γυναίκα δίχως τον άντρα της. Κάθε γυναίκα δίχως … το/τα παιδί της.
Κάθε γυναίκα που διέκοψε ότι έκανε, γιατί η δίψα της για ζωή διαδέχτηκε την δίψα της για επιβίωση.
Αυτή η γυναίκα που έκανε όνειρα καθισμένη σε μια αναπαυτική θέση στην θαλπωρή του σπιτιού της και σε μια στιγμή το σκηνικό μεταμορφώθηκε σε ερείπιο, θα μπορούσα να είμαι εγώ. Αυτή η γυναίκα είναι ακριβώς όπως είμαι εγώ, εσύ και όλοι μας…